- ξεφέγγει
- αμετ. απρόσ. светлеет, становится светло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφέγγω — (συν. ως τριτοπρόσ.) ξεφέγγει (στον Ερωτόκρ.) 1. αρχίζει να φέγγει, να φωτίζει, γίνεται φως 2. ξημερώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + φέγγω] … Dictionary of Greek